- ἑκατόνταρχοι
- ἑκατόνταρχοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… … Dictionary of Greek
μικρότερος — η, ο (Μ μικρότερος, η, ον) [μικρός] συγκριτ. τού μικρός μσν. 1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ μικρότερος και ἡ μικρότερη μαθητευόμενος, βοηθός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μικρότεροι η κατηγορία τών κατώτερων αξιωματικών στο Βυζάντιο, όπως ήταν λ.χ … Dictionary of Greek